- εκφορτώνω
- [-ώ (ο)] 1. μετ. выгружать, разгружать; отгружать;2. αμετ. разгружаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκφορτώνω — και ξεφορτώνω και εκφορτώ ( όω) (Μ ἐκφορτῶ) βγάζω στην ξηρά φορτίο ή επιβάτες πλοίου νεοελλ. 1. (αμτβ.) (για πλοίο) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου («το πλοίο δεν ξεφόρτωσε ακόμα») 2. γεν. ξεφορτώνω … Dictionary of Greek
εκφορτώνω — εκφόρτωσα, εκφορτώθηκα, εκφορτωμένος, βλ. ξεφορτώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)